φωνίς

φωνίς
φωνίς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωνίς — ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν νεοελλ. μετρολ. άλλη ονομασία τής μονάδας φων αρχ. φωνίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς / ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)] …   Dictionary of Greek

  • φωνίδα — η, Ν μετρολ. βλ. φωνίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”